ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσοράπι (ουσ. ουδ.) τ͑σ̑οράπι [tʰʃoˈrapi] Φάρασ. τσ̑οράπ' [tʃoˈrap] Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ. τσουράπ' [tsuˈrap] Μισθ., Ποτάμ. Πληθ. τσ̑οράπα [tʃoˈrapa] Αφσάρ., Τσουχούρ. Νεότ. ουσ. τσοράπι (Mackridge 2021: 148), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çorap = κάλτσα, πβ. το κοινό τσουράπι.
Κάλτσα ό.π.τ. : Να βκάλει τα τσ̑οράπα του να πλύνει τα πράδα του (Θα βγάλει (ενν. η νύφη) τις κάλτσες του (ενν. του πεθερού) και θα πλύνει τα πόδια του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
β. Κοντή κάλτσα Μισθ. : Φόρουναμ' ντα τσ̑ουράπια σα μαλλίτικα ντα μπιόρτσια απάν΄ να μη παγώσουμ' (φορούσαμε κοντές κάλτσες πάνω από τις μάλλινες κάλτσες για να μη κρυώνουμε ) Μισθ. -Κοτσαν. Πλέκου τερλίκια, πλέκου τσοράπια (Πλέκω τερλίκια, πλέκω καλτσάκια ) Σεμέντρ. -Στεφαν.
Συνών. ποδόρτι