ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσορμπατζής (ουσ. αρσ.) τσ̑ορμπατζής [tʃorba'dzis] Μισθ. τσορπατζή [tsorpa'dzi] Μπέηκ. τσ̑ορπατζή [tʃorpa'dzi] Μαλακ. τ͑σ̑ορμπατσ̑ής [tʰʃorba'tʃis] Φάρασ. τσορμπαρτσής [tsorbar'tsis] Σινασσ. Πληθ. τσ̑ορμπατζ̑ήδες [tʃorpa'dʒiðes] Φάρασ. τζορπατζήδε [dzorpa'dziðe] Φλογ. τσ̑ορμπατζία [tʃorba'dzia] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çorbacı = α) μάγειρας β) πρόκριτος γ) πλοιοκτήτης δ) αφέντης.
1. Προύχοντας, και κατ' επέκτ. εύπορος Μισθ., Φλογ. : Ναρακιλιώτ' το μέγα το τσορμπατζη 'τονε (Ήταν ο μεγάλος προύχοντας των Ελλήνων του Ερεγλί) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Παίνιξαμ'τσ̑ιράχια σα τσ̑ορμπατζία για ένα μπελίτσ̑' ψωμί (Πηγαίναμε υπάλληλοι στους πλούσιους για ένα κομμάτι ψωμί) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αδρός, ιχτιάρης, μεγαλάνος, μεγαλάς, πρώτος
2. Τιμητική προσφώνηση των Ελλήνων από τους Τούρκους Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.