ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουβάλι (ουσ. ουδ.) τσ̑ουβάλι [tʃuˈvali] Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. τσ̑ουβάλ' [tʃuˈval] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. τσ̑ουβάλια [tʃuˈvaʎa] Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ. τσ̑oυβλέ [tʃuˈvle] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. τζουβάλιον, το οπ. από το περσ. cuwāl· πβ. και τουρκ. çuval.
Τσουβάλι ό.π.τ. : Τα μάζευαν, τα βαλλίσκαν σο τσ̑ουβάλι μέσα (τα μάζευαν, τα έβαζαν στο τσουβάλι μέσα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ποτινgιάν ντα λαεί τουτσά, οπ' ντουλάbι ξεβαίν-νει ειζ άρτουπους μι τἔνα τσ̑ουβάλι αλτούνια (όταν μιλά έτσι, από ένα ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα) Σίλ. -Dawk. Είχαν ένα τσ̑ουβάλ λίρες (είχαν ένα τσουβάλι λίρες) Αραβαν. Και ετό χερίφος γιούμωσε σ’ ένα τσ̑ουβάλ' σ̑κϋλιά (και αυτός ο άντρας γέμισε ένα τσουβάλι σκυλιά) Αραβαν. -Dawk. Τότε το τσ̑υφλό πήρε το κορίσ̑', έμασέν ντο σο τσ̑ουβάλ', πηρπήεν ντο σο χωριό (τότε ο τυφλός πήρε το κορίτσι, το έβαλε στο τσουβάλι, το πήγε στο χωριό) Γούρδ. -Dawk. Ύστερα σέμασεν το ταζί σο τσ̑ουβάλ μέσα (ύστερα έβαλε το λαγωνικό μέσα στο τσουβάλι) Φλογ. -Dawk. Ξέβαλάν ντo άσο τσ̑ουβάλ όξω (το έβγαλαν έξω από το τσουβάλι) Φλογ. -Dawk. Το τσ̑ουβάλ' έπαρ' το 'ς τα 'σέμια σ' (το τσουβάλι πάρε το στους ώμους σου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας το χ̇έκουμ' 'ς ένα τσ̑ουβάλ' μέσα κι ας το κ̇ουνdήσουμ' μακριά 'ς το ιβουνί (Ας τη βάλουμε μέσα σε ένα τσουβάλι κι ας τη ρίξουμε μακριά στο βουνό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πισ̑τικός, ποτε βοσ̑κίν' τα χτηνιά τ', dρανά το τσ̑ουβάλ απέ μακριά (ο πιστικός, ενώ βόσκει τις αγελάδες του, βλέπει το τσουβάλι από μακριά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γίνιξαμ 'να τσ̑ουβάλ' γέλμα να πάρουμ' 'ν' όκά φακούϊα (Δίναμε ένα σακί σιτάρι να πάρουμε μιά οκά φακές) Μισθ. -Κοτσαν. Ύστερα έλυσεν τσ̑ουβαλιού το στόμα, και σάλσεν το ταζί (μετά χαλάρωσε το άνοιγμα του τσουβαλιού και άφησε έξω το λαγωνικό) Φλογ. -Dawk. Και τράνσε πάσα τσ̑ουβάλια, και ντεν το ηύρε (και έψαξε σε όλα τα τσουβάλια και δεν το βρήκε) Γούρδ. -Dawk. Έκλωσε τουν ντείχο με ντα τσ̑ουβάλια χτισμένου (περπάτησε στο τείχος που ήταν χτισμένο με τα τσουβάλια) Μισθ. -Dawk. Γιόμωσεν τα τσ̑ουβάλια με φλωριά, και πήγεν σο σπίτι τ' (γέμισε τα τσουβάλια του με χρήματα και πήγε σπίτι του) Σίλατ. -Dawk. Γίμωσε ντα τσ̑oυβλέ τ (γέμισε τα τσουβάλια του) Ουλαγ. -Dawk. Είχε ’να τσ̑ουβάλ’ λίρες παππού τ’ (Ο παππούς του είχε ένα τσουβάλι λίρες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ασκί, ντάι, σακκούλα, τορβάς, χαπικάς
β. Σάκος λειριόδεντρο Φάρασ.