τσουβάλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουβάλι
[tʃuˈvali]
Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
τσ̑ουβάλ'
[tʃuˈval]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
τσ̑ουβάλια
[tʃuˈvaʎa]
Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ.
τσ̑oυβλέ
[tʃuˈvle]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. τζουβάλιον, το οπ. από το περσ. cuwāl· πβ. και τουρκ. çuval.
Τσουβάλι
ό.π.τ.
:
Τα μάζευαν, τα βαλλίσκαν σο τσ̑ουβάλι μέσα
(τα μάζευαν, τα έβαζαν στο τσουβάλι μέσα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ποτινgιάν ντα λαεί τουτσά, οπ' ντουλάbι ξεβαίν-νει ειζ άρτουπους μι τἔνα τσ̑ουβάλι αλτούνια
(όταν μιλά έτσι, από ένα ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα)
Σίλ.
-Dawk.
Είχαν ένα τσ̑ουβάλ λίρες
(είχαν ένα τσουβάλι λίρες)
Αραβαν.
Και ετό χερίφος γιούμωσε σ’ ένα τσ̑ουβάλ' σ̑κϋλιά
(και αυτός ο άντρας γέμισε ένα τσουβάλι σκυλιά)
Αραβαν.
-Dawk.
Τότε το τσ̑υφλό πήρε το κορίσ̑', έμασέν ντο σο τσ̑ουβάλ', πηρπήεν ντο σο χωριό
(τότε ο τυφλός πήρε το κορίτσι, το έβαλε στο τσουβάλι, το πήγε στο χωριό)
Γούρδ.
-Dawk.
Ύστερα σέμασεν το ταζί σο τσ̑ουβάλ μέσα
(ύστερα έβαλε το λαγωνικό μέσα στο τσουβάλι)
Φλογ.
-Dawk.
Ξέβαλάν ντo άσο τσ̑ουβάλ όξω
(το έβγαλαν έξω από το τσουβάλι)
Φλογ.
-Dawk.
Το τσ̑ουβάλ' έπαρ' το 'ς τα 'σέμια σ'
(το τσουβάλι πάρε το στους ώμους σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ας το χ̇έκουμ' 'ς ένα τσ̑ουβάλ' μέσα κι ας το κ̇ουνdήσουμ' μακριά 'ς το ιβουνί
(Ας τη βάλουμε μέσα σε ένα τσουβάλι κι ας τη ρίξουμε μακριά στο βουνό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πισ̑τικός, ποτε βοσ̑κίν' τα χτηνιά τ', dρανά το τσ̑ουβάλ απέ μακριά
(ο πιστικός, ενώ βόσκει τις αγελάδες του, βλέπει το τσουβάλι από μακριά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γίνιξαμ 'να τσ̑ουβάλ' γέλμα να πάρουμ' 'ν' όκά φακούϊα
(Δίναμε ένα σακί σιτάρι να πάρουμε μιά οκά φακές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ύστερα έλυσεν τσ̑ουβαλιού το στόμα, και σάλσεν το ταζί
(μετά χαλάρωσε το άνοιγμα του τσουβαλιού και άφησε έξω το λαγωνικό)
Φλογ.
-Dawk.
Και τράνσε πάσα τσ̑ουβάλια, και ντεν το ηύρε
(και έψαξε σε όλα τα τσουβάλια και δεν το βρήκε)
Γούρδ.
-Dawk.
Έκλωσε τουν ντείχο με ντα τσ̑ουβάλια χτισμένου
(περπάτησε στο τείχος που ήταν χτισμένο με τα τσουβάλια)
Μισθ.
-Dawk.
Γιόμωσεν τα τσ̑ουβάλια με φλωριά, και πήγεν σο σπίτι τ'
(γέμισε τα τσουβάλια του με χρήματα και πήγε σπίτι του)
Σίλατ.
-Dawk.
Γίμωσε ντα τσ̑oυβλέ τ
(γέμισε τα τσουβάλια του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Είχε ’να τσ̑ουβάλ’ λίρες παππού τ’
(Ο παππούς του είχε ένα τσουβάλι λίρες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ασκί, ντάι, σακκούλα, τορβάς, χαπικάς
β.
Σάκος λειριόδεντρο
Φάρασ.