ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τορβάς (ουσ. αρσ.) τορβάς [torˈvas] Σινασσ. ντορβάς [dorˈvas] Μισθ., Σινασσ. τορβά [torˈva] Ανακ., Μαλακ. τορμπά [tor'ba] Σίλ., Φλογ. τουρμπά [turˈba] Σίλ. τορπά [torˈpa] Αξ. τ͑οπ͑ράς [tʰoˈpʰras] Φάρασ. τ͑oβρά [tʰoˈvra] Αξ., Μισθ., Σεμέντρ. Πληθ. τορβάδια [torˈvaðʝa] Δίλ., Μαλακ. τοβράγια [toˈvraʝa] Αξ. ντοβράϊα [doˈvraja] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. τορβάς, όπου και τύπ. τουρβάς, τουβράς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. torba = σάκος, τσάντα (< παλαιότ. τύπ. tobra < περσ.), όπου και διαλεκτ. τύπ. topra, tobra, torva (TSS, λ. topra και Tietze 2019, λ. torba).
Ταγάρι, σάκκος ό.π.τ. : Bρίσ̑κισ̑κεν ένα τορbά παράδια σο κιφάλι τ' απτάgω (συνήθιζε να βρίσκει έναν σάκο με λεφτά κάτω από το κεφάλι του) Φλογ. -Dawk. Σηgούμαι, βρίσ̑κω ένα τορbά παράδια (σηκώνομαι, βρίσκω ένα σάκο με λεφτά) Φλογ. -Dawk. Δώdζ̑ε τζ̑αι ντη ναίκαν ντου αν τοπρά παράδε (Έδωσε και στην γυναίκα του έναν σάκο λεφτά) Φάρασ. -Dawk. Πήριν ντου ντορβά σου σιώμι όμως τσι πάτ'σιν ντου (πήρε την σάκα στον ώμο του και έφυγε) Μισθ. -Κοτσαν. Να θέκω τσα λίγο το τορβά μ' στην αυλή σ'; (Να αποθέσω για λίγο τον τορβά μου στην αυλή σου;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Mαάλ Tσερετσή βράϊξαμ' οβγά, χέκι̂ξαμ' ντα σα ντοβράϊα μέσ', παίνιξαμ' νεκκλησά (Την Κυριακή του Πάσχα βράζαμε αβγά, τα βάζαμε μέσα σε ταγάρια, πηγαίναμε στην εκκλησία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εκείνου κρέϊξι να γιομώσ' του τοβρά τ' λίρις (Εκείνος ήθελε να γεμίσει τον τορβά του λίρες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ασκί, ντάι, σακκούλα, τσουβάλι, χαπικάς