τουβέλι
(ουσ. ουδ.)
τουβέλι
[tuˈveli]
Φάρασ.
τουα̈́λι
[tuˈæli]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. düvel (< αραβ. duwal) = κράτος.