τουζλαμά
(ουσ. ουδ.)
τουζλαμά
[tuzlaˈma]
Φλογ.
Από αμάρτ. ουσ. tuşlama, το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tuş = σκλάβος (THADS, λ. tuş I). Για την σημ. πβ. το παιχνίδι σκλαβάκια, βλ. και γεσίρης με την ίδια σημ. (λ. γεσίρης 2).
Το παιχνίδι σκλαβάκια, που παιζόταν ανἀμεσα σε δύο ομάδες με στόχο η μία ομάδα να «αιχμαλωτίσει» παίκτες της αντίπαλης.
Συνών.
γεσίρης