τούι
(ουσ. ουδ.)
τ͑ούι
['tʰui]
Φάρασ., Φλογ.
τ͑ούγι
['tʰuʝi]
Αξ., Μαλακ.
τΰγ̑'
['tyʝ]
Ουλαγ.
dούι
['dui]
Μισθ.
Πληθ.
τ͑ούγια
['tʰuʝa]
Μαλακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tüy = φτερό, τρίχωμα., όπου και παλ. τουρκ. τύπ. tuy (Tietze 2019: λ. tüy/tüg/tük/tü/tuy).
1. Τρίχωμα, χνούδι,
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Έχ' να γαζά ντούι σου τιάνι τ'
(έχει πολύ χνούδι στο σώμα του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλλί το τ͑ούιν ντου 'άζει, το χούιν ντου τζ̑ο 'άζει τα
(το σκυλί το τρίχωμα του αλλάζει, τις συνήθειες του δεν αλλάζει˙ για τους ανθρώπους που, αν και αλλάζουν εξωτερικά, παραμένουν ίδιοι ως προς τις συνήθειές τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Τρίχα σώματος ή μαλλιών
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Σηκούδη ντου ντούι μ'
(Σηκώνεται η τρίχα μου
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Πούπουλο
Μαλακ.