ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τούι (ουσ. ουδ.) τ͑ούι ['tʰui] Φάρασ., Φλογ. τ͑ούγι ['tʰuʝi] Αξ., Μαλακ. τΰγ̑' ['tyʝ] Ουλαγ. dούι ['dui] Μισθ. Πληθ. τ͑ούγια ['tʰuʝa] Μαλακ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. tüy = φτερό, τρίχωμα., όπου και παλ. τουρκ. τύπ. tuy (Tietze 2019: λ. tüy/tüg/tük//tuy).
1. Τρίχωμα, χνούδι, Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Έχ' να γαζά ντούι σου τιάνι τ' (έχει πολύ χνούδι στο σώμα του) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το στσ̑υλλί το τ͑ούιν ντου 'άζει, το χούιν ντου τζ̑ο 'άζει τα (το σκυλί το τρίχωμα του αλλάζει, τις συνήθειες του δεν αλλάζει˙ για τους ανθρώπους που, αν και αλλάζουν εξωτερικά, παραμένουν ίδιοι ως προς τις συνήθειές τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Τρίχα σώματος ή μαλλιών Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. : Σηκούδη ντου ντούι μ' (Σηκώνεται η τρίχα μου ) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Πούπουλο Μαλακ.