τουμάνι
(ουσ. ουδ.)
τουμάν'
[tuˈman]
Ανακ., Σίλατ.
Νεότ. ουσ. τουμάνι = μακριά πλατιά βράκα ή παντελόνι (Mackridge 2021: 65), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tuman = α) εσώρουχο β) σαλβάρι. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Μακρύ ως το γόνατο λευκό γυναικείο εσώρουχο