ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουμάνι (ουσ. ουδ.) τουμάν' [tuˈman] Ανακ., Σίλατ. Νεότ. ουσ. τουμάνι = μακριά πλατιά βράκα ή παντελόνι (Mackridge 2021: 65), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tuman = α) εσώρουχο β) σαλβάρι. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Μακρύ ως το γόνατο λευκό γυναικείο εσώρουχο
Τροποποιήθηκε: 06/01/2025