ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουνουρτσής (ουσ. αρσ.) Πληθ. τομουρτσήδοι [tomurˈtsiði] Τσουχούρ. τουνουρσ̑τής [tunurˈʃtis] Φάρασ. τουουρσ̑τής [tuurˈʃtis] Φάρασ. Θηλ. τουνουρσ̑τίσα [tunurˈʃtisa] Φάρασ. τουουρσ̑τίσα [tuurˈʃtisa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dünürcü = προξενητής (< dünür < παλαιότ. τουρκ. tüŋür = συγγενής διά γάμου).
Προξενητής ό.π.τ. : Επιάγαν ατούτα, επιάγαν τομουρτσήδοι να πάρουν το, να ’υρέψουν το κορτσόκκου (Πήγαν αυτοί (και) έφεραν προξενήτρες να ζητήσουν σε γάμο το κορίτσι) Τσουχούρ. -VLACH Πβ. τουνουρτζουλούκι