ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουνουρτζουλούκι (ουσ. ουδ.) τουνουρτζ̑ουλούκι [tunurdʒu'luci] Τσουχούρ. τουνουρσ̑τουλούκι [tunurʃtuˈʃluci] Φάρασ. τουουρσ̑τουλούκι [tuurʃtuˈʃluci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dünürcülük = συμπεθεριό < dünürcü = α) πεθερικά β) προξενήτρα (Redhouse). Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Dawkins (1916: 651) από τα ουσ. düyün (γάμος)+ arzu (επιθυμία)+ επίθμ. -luk.
Προξενιό, πρόταση γάμου Τσουχούρ. : Πήγιν η μα του σο τουνουρτζουλούκι (η μητέρα του πήγε με πρόταση γάμου) Τσουχούρ. -Dawk. Πβ. τουνουρτσής