τουκανίζω
(ρ.)
τουκανίζω
[tukaˈnizo]
Ουλαγ.
τουκανίζου
[tukaˈnizu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ουσ. τουκάνι (< αρχ. τυκάνη) και παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αλωνίζω
ό.π.τ.
:
Ρανdίσκαναν μο τό δεκράνι σ’ αώνι, τουκανίσκαν ντα μο τό τουκάνι
(Τα σκορπούσανε με το δικράνι στο αλώνι και τα αλωνίζανε με το τουκάνι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
τουκάνι
Συνών.
αλωνίζω