ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουκανίζω (ρ.) τουκανίζω [tukaˈnizo] Ουλαγ. τουκανίζου [tukaˈnizu] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ουσ. τουκάνι (< αρχ. τυκάνη) και παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αλωνίζω ό.π.τ. : Ρανdίσκαναν μο τό δεκράνι σ’ αώνι, τουκανίσκαν ντα μο τό τουκάνι (Τα σκορπούσανε με το δικράνι στο αλώνι και τα αλωνίζανε με το τουκάνι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. τουκάνι
Συνών. αλωνίζω