τουλούμπατζης
(ουσ. αρσ.)
τουλούμπατζης
[tuʹlumbadzis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tulumbacı = α) πυροσβέστης β) αυτός που κατασκευάζει ή πουλά πυροσβεστικές αντλίες.
Πυροσβέστης
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025