ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουμάτσι (ουσ. ουδ.) Πληθ. τουμάτσια [tuʹmatsça] Σινασσ. Θηλ. τουμάτσις [tuʹmatsis] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. τουμάτζιον = κομμάτι, φέτα (LBG). H λ. με σημασία 'χυλοπίτες' σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Είδος ζυμαρικού, χυλοπίτες ό.π.τ. : Μαν έχουν και στην Πόλ' τουμάτσια; (Μήπως έχουν και στην Πόλη χυλοπίτες;) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Σο σπίτιν του προσάλευρον τζ̑ο ’σ̑ει, σης χώρας σο σπίτι κόφτει τουμάτσις (Στο σπίτι του δεν έχει αλεύρι, στο ξένο σπίτι κόβει χυλοπίτες˙ για όποιον επωφελείται από τα χρήματα ή τις προσπάθειες άλλων) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025