ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουρατίζω (ρ.) Αόρ. τουράτ'σα [tuˈratsa] Φάρασ. Πιθ. από το τουρκ. ρ. οturmak = α) κάθομαι β) αναπαύομαι γ) μένω δ) κατοικώ ή από το ρ. durmak (παλαιότ. turmak) = α) σταματώ β) παραμένω γ) ως διαλεκτ. σημ., κατοικώ.
Κατοικώ : 'στέρου ήκ'σεν ντα τσ̑ι ο βασιλός, σο φιλάνι το χωρίο τουράτ'σε α ζενgίνη νομάτ'ς (Ύστερα ο βασιλιάς άκουσε ότι στο τάδε χωριό έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος) Φάρασ. -Dawk.