τουρατίζω
(ρ.)
Αόρ.
τουράτ'σα
[tuˈratsa]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. οturmak = α) κάθομαι β) αναπαύομαι γ) μένω δ) κατοικώ ή από το ρ. durmak (παλαιότ. turmak) = α) σταματώ β) παραμένω γ) ως διαλεκτ. σημ., κατοικώ.
Κατοικώ
:
'στέρου ήκ'σεν ντα τσ̑ι ο βασιλός, σο φιλάνι το χωρίο τουράτ'σε α ζενgίνη νομάτ'ς
(Ύστερα ο βασιλιάς άκουσε ότι στο τάδε χωριό έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος)
Φάρασ.
-Dawk.