τουρκόπουλο
(ουσ. ουδ.)
τουρκόπουλο
[turˈkopulo]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. τουρκόπουλο(ν) = Τούρκος, από το ουσ. Τοῦρκος και το παραγωγ. επίθμ. -όπουλο(ν). Η σημ. νεότ.
Μόνο σε άσμ., νεαρός Τούρκος, τουρκόπουλο
:
|| Ασμ.
Ένα μικρό τουρκόπουλο του βασιλιά κοπέλι
μια ρωμιοπούλα άρεσε κι εκείνη δεν τον παίρνει (Ένα μικρό τουρκόπουλο, υπασπιστής του βασιλιά,
του άρεσε μιά ελληνοπούλα κι εκείνη δεν τον παίρνει) Σινασσ. -Lag. Πβ. βαλανόκκο
μια ρωμιοπούλα άρεσε κι εκείνη δεν τον παίρνει (Ένα μικρό τουρκόπουλο, υπασπιστής του βασιλιά,
του άρεσε μιά ελληνοπούλα κι εκείνη δεν τον παίρνει) Σινασσ. -Lag. Πβ. βαλανόκκο