ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουρκόπουλο (ουσ. ουδ.) τουρκόπουλο [turˈkopulo] Σινασσ. Μεσν. ουσ. τουρκόπουλο(ν) = Τούρκος, από το ουσ. Τοῦρκος και το παραγωγ. επίθμ. -όπουλο(ν). Η σημ. νεότ.
Μόνο σε άσμ., νεαρός Τούρκος, τουρκόπουλο : || Ασμ. Ένα μικρό τουρκόπουλο του βασιλιά κοπέλι
μια ρωμιοπούλα άρεσε κι εκείνη δεν τον παίρνει
(Ένα μικρό τουρκόπουλο, υπασπιστής του βασιλιά,
του άρεσε μιά ελληνοπούλα κι εκείνη δεν τον παίρνει)
Σινασσ. -Lag.
Πβ. βαλανόκκο