τουρσί
(ουσ. ουδ.)
τουρσί
[tur'si]
Μισθ., Σινασσ.
τουρσ̑ί
[tur'ʃi]
Αξ.
Αρσ.
τ͑ουρτ͑σ̑ής
[tʰur'tʰʃis]
Φάρασ.
Πληθ.
τουρσιά
[tur'sça]
Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
τουρσ̑ά
[tur'ʃa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. turşu = πίκλα, όπου και τύπ. türşι̂ (παλαιότ. turşī < περσ. turş).
Λαχανικά που συντηρούνται σε ξύδι ή αλμύρα, τουρσί
ό.π.τ.
:
Βά τ’ σωρόβνεν τουρσιά
(ο πατέρας της μάζευε τουρσιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Σταφυλιού τουρσ̑ά φκιάισ̑καμ'
(σταφυλιού τουρσιά φτιάχναμε)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
όξινος