ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουρσί (ουσ. ουδ.) τουρσί [tur'si] Μισθ., Σινασσ. τουρσ̑ί [tur'ʃi] Αξ. Αρσ. τ͑ουρτ͑σ̑ής [tʰur'tʰʃis] Φάρασ. Πληθ. τουρσιά [tur'sça] Μισθ., Φλογ. Πληθ. τουρσ̑ά [tur'ʃa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. turşu = πίκλα, όπου και τύπ. türşι̂ (παλαιότ. turşī < περσ. turş).
Λαχανικά που συντηρούνται σε ξύδι ή αλμύρα, τουρσί ό.π.τ. : Βά τ’ σωρόβνεν τουρσιά (ο πατέρας της μάζευε τουρσιά) Φάρασ. -Dawk. Σταφυλιού τουρσ̑ά φκιάισ̑καμ' (σταφυλιού τουρσιά φτιάχναμε) Ανακ. -Cost. Συνών. όξινος