τουρουμλετίζω
(ρ.)
τουρουμλετίζω
[turumleˈtizo]
Φάρασ.
τουρουμλα̈τίζω
[turumlæˈtizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. dürümlemek = τυλίγω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τυλίγω
ό.π.τ.