τούς
(επίρρ.)
τους
[tus]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τουζ
[tuz]
Αφσάρ., Φάρασ.
dουζ
[duz]
Αφσάρ., Φάρασ.
dους
[dus]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το ερωτηματ. επίρρ. πῶς αναλογ. κατά την ερωτηματ. αντων. τις. Για την χρήση της βλ. Αναστασιάδης (1976: 163).
2. Τι, τι είδους;
:
Τους ψέμα να ειπώ;
(τι είδους ψέμα να πω;)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τουζ α σε ντα πουλήσω;
(για τι να στα πουλήσω;)
Φάρασ.
-Dawk.
Μείς τουζ 'αν’dα ποίκωμε, ν'τα σκοτώσωμε;
(τι πρέπει να κάνουμε για να τον σκοτώσουμε;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τουζ νομάτ' είσαι φαίνεται ση χαραή σου
(Τι είδους άνθρωπος είσαι φαίνεται στο πρόσωπό σου˙ Η εξωτερική εμφάνιση είναι ενδεικτική του χαρακτήρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Όπως
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Αούτσα τούς τα λες ένι
(Έτσι όπως τα λες είναι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.