τουταμλατίζω
(ρ.)
τ͑ουτ͑αμλατίζω
[tʰutʰamlaˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. tutamlamak = παίρνω μιά πρέζα.
Χουφτώνω