τουτούρντημα
(ουσ. ουδ.)
ντουτούρντημα
[duˈturdima]
Μισθ.
ντουdούρτημα
[duˈdurtima]
Μισθ.
Από το ρ. τουτουρντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συνών.
άφτημα