ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τούχτι (ουσ. ουδ.) τούχτιν [ˈtuxtin] Φάρασ. τουχτ' [tuxt] Ανακ., Αξ., Φλογ. ντουχτ [duxt] Φλογ. τούχτσ̑ι [ˈtuxtʃi] Αραβαν. τόχτι ['toxti] Φάρασ. τόχτο ['toxto] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tuht = βάρος 600 δραμιών, όπου και διαλεκτ. τύπ. toht. Βλ. Skold (1922).
Μέτρο βάρους και χωρητικότητας σιτηρών, το 1/4 της ουγγιάς (50 δράμια) ό.π.τ. : Έβγκαλε α μισέ τόχτο γκοdζ̑ί (έβγαλε μισή ποσότητα σιτηρών) Φάρασ. -Dawk. Σο Τοχσάνι έν' το μέγο η κνιπία· αdζ̑εί ήτουν το τούχτιν το κοτσ̑ί δέκα γρούσ̑ε (Στο λιμό του '90 ήταν η μεγάλη ακρίβεια· τότε ήταν τα 50 δράμια το σιτάρι δέκα γρόσια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.