ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοχλί (ουσ. ουδ.) τοχλί [tοˈxli] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. τ͑οχλί [tʰοˈxli] Μισθ. τογλί [to'ɣli] Φάρασ. τ͑ογλί [tʰo'ɣli] Μισθ. Πληθ. τοχλία [toxˈlia] Φάρασ. τοχλιά [tοˈxʎa] Αξ., Μισθ., Σινασσ. τοχιλιά [toçiˈʎa] Αξ. τογοκλιά [toɣoˈkʎa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. toklu = έξι μηνών αρνί, όπου και διαλεκτ. τύπ. tohlu και tohli (TSS, λ. toklu, THADS, λ. tohli).
1. Ζυγούρι ό.π.τ. : Αφήνου ντ΄αρνί να 'ενεί τοχλί (αφήνω το αρνί να γίνει ζυγούρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ε φσ̑όκκα, είπεν ντι, πώς τρώτε σεις τσ̑αι είστε ανdί τοχλία; (Ε παιδάκια, είπε, τι τρώτε εσείς και είστε (καλοθρεμμένα) σαν ζυγούρια;) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μυξιάρ' τοχλί (Μυξιάρικο αρνί˙ Μυξιάρα) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Στείρο πρόβατο Σινασσ.