ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραγούδι (ουσ. ουδ.) τραγώδι [tra'ɣoði] Φάρασ. τραγώδ' [tra'ɣoð] Σινασσ. τραγώι [tra'ɣoi] Μισθ. τραβούδι [traˈvuði] Ανακ. τραγούρι [tra'ɣuri] Αραβαν., Σίλ. τραούρ' [traˈur] Σεμέντρ. τραγώρ' [tra'ɣor] Αραβαν., Γούρδ. τραγώγ̑' [tra'ɣoʝ] Αξ. τρογώγ̑' [troˈɣoʝ] Σεμέντρ. τροώγ̑' [trοˈoʝ] Ουλαγ. ταγώρ' [ta'ɣor] Γούρδ. Πληθ. τραγώδια [tra'ɣoðʝa] Ανακ., Φάρασ., Φλογ. τραγώρια [tra'ɣorʝa] Αραβαν., Γούρδ. τραγώγια [tra'ɣoʝa] Αξ., Τροχ. τραούδια [traˈuðʝa] Σεμέντρ. τραγώδε [traˈɣoðe] Φκόσ. Μεσν. ουσ. τραγούδι (< μεσν. τραγῴδιον), το οπ. από το μεσν. ρ. τραγουδῶ με αλλαγή γραμματικής κατηγορίας. Ο τύπ. τραγώι με αποβολή του [ð]. Ο τύπ. τραβούδι με τροπή [ɣ] > [v]. Οι τύπ. τραγούρι και τραγώρ με τροπή [ð] > [r]. Ο τύπ. τροώγ̑' με αφομ. [a] > [o]. Ο τύπ. ταγόρ με αποβολή του [r] και τροπή [ð] > [r].
Τραγούδι ό.π.τ. : Bαbά, είπε μας λία καλά καινούργια τραγώδια (μπαμπά, πες μας λίγα καλά κανούργια τραγούδια) Φλογ. -Dawk. Αb’ εδώ ’σα τραγώδια χοσ̑λάνσετε (από αυτά εδώ τα τραγούδια μένεις ευχαριστημένη) Φλογ. -Dawk. Πατισ̑άχος καρότουν σο γαλέ απάνω και χαιραζότουν το χιώρινε το ασκέρι τ' το γύριζε οπίσω μ' τα τραγώρια (ο βασιλιάς καθόταν πάνω στον πύργο και χαιρόταν που έβλεπε τον στρατό του που γύριζε πίσω με τα τραγούδια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούλ-λα τουν 'ντάμα μι τραγώρια και άσματα ήρταν σο Κάστρο (όλοι μαζί με τραγούδια και άσματα ήρθαν στο Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χέκαν ντου τραγώι (έβαλαν το τραγούδι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άιdε, τις να είπει καμbρού ντου τραγώι; (ποιος θα πει το τραγούδι του γαμπρού;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αυτό του ποίημα απαντέεις τραγούρι λαεί (νομίζεις ότι αυτό το ποίημα είναι τραγούδι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Λέιξαμ' νύφιότης ντου τραγώι (λέγαμε το τραγούδι την νύφης) Μισθ. -Κοτσαν. Τραγώειναν τραγώγια (Τραγουδούσαν τραγούδια) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Το στέκ' ασ' το χορό όξω, τραγώγια πολλά ξεύρ' (όποιος στέκεται έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια ξέρει˙ όποιος δεν έχει ασχοληθεί με μία υπόθεση, είναι αναμενόμενο ότι θα ασκήσει κριτική σχετικά με αυτή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. τραγώδημα, χαβάς :3