χαβάς
(ουσ. αρσ.)
χαβάς
[xaˈvas]
Φάρασ., Φκόσ.
χαβά
[xaˈva]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. χαβάς (Mackridge 2021: 59), το οπ. από το τουρκ. ουσ. hava = α) αέρας β) καιρός γ) μουσικός σκοπός δ) "αέρας" έξτρα ορόφων κτηρίων.
1. Αέρας
Αραβαν., Τελμ., Φάρασ.
:
Ξέβη όξω να πάρ' λίγο χαβά
(Βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Να δ-δέσουμε, να φρογκίσουμ’ τα ’λ’τινά τα ’βά,
να χορέψουμ, να πετάσουμ’, να βκούμ' σο χαβά (Να χτυπήσουμε, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αβγά,
να χορέψουμε, να πετάξουμε, να βγούμε στον αέρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άνεμος :1, βοριάς :2, κρύος :2, ουρουσκιάρι, πούσι :2
να χορέψουμ, να πετάσουμ’, να βκούμ' σο χαβά (Να χτυπήσουμε, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αβγά,
να χορέψουμε, να πετάξουμε, να βγούμε στον αέρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άνεμος :1, βοριάς :2, κρύος :2, ουρουσκιάρι, πούσι :2
2. Καιρός
ό.π.τ.
:
Τι χαβά σ̑άν' όξου;
(Τι καιρό κάνει έξω;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο χαβάς έν’ συννεφιέρη
(Ο καιρός είναι συννεφιασμένος)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ο χαβάς βρέσ̑'
(Ο καιρός είναι βροχερός)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Oπ΄ σπίτσ̑ι ξέβ΄κα, χαβά καλά ήτου
(Όταν βγήκα από το σπίτι, ο καιρός ήταν καλός)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Ανοίχτσ̑ηκι χαβάς
(Άνοιξε ο καιρός˙ Βελτιώθηκε ο καιρός)
Ανακ.
|| Παροιμ.
Ο λύκος, σαμού συννεφιέζ' ο χαβάζ, 'υρεύει τα
(Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός του αρέσει˙ Οι κακοί άνθρωποι χαίρονται στις αναταραχές, γιατί μπορούν να τις εκμεταλλευθούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καιρός :1, ταρός :1
3. Μουσικός σκοπός, τραγούδι
ό.π.τ.
:
Τσείδι πολύ ωραίο ντου χαβά τ', τσείδι Κόνιαλης ντου χαβά
(Είναι πολύ ωραίος ο σκοπός του, είναι ο σκοπός του Κόνιαλη.)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Παπάς μ' ικεί τα κιόταν τα χερίφ' ψάλλισ̑καν μ' ένα qυλqί χαβά
(Ο παπάς με τους ανθρώπους που ήταν εκεί έψελναν με μιά γλυκιά μελωδία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ανοιξιμό χαβάδε
(Τραγούδια της άνοιξης)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Κλαμό το χαβά
(Ο μουσικός σκοπός του κλάματος˙ Τελετουργικός χορός νεαρών γυναικών κατά την εθιμική επίσκεψη όλων των επιταφίων κατά την Μεγάλη Παρασκευή)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
τραγώδημα, τραγούδι
4. Χρονική περίοδος
Τροχ.
:
|| Φρ.
Ένα βαχ̇ίτ’ κι ένα χαβά
(Μια φορά κι έναν καιρό˙ κάποτε στο μακρινό παρελθόν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ζαμάνι :1, σαάτι :1