ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβούζι (ουσ. ουδ.) χαβούζι [haˈvuzi] Φάρασ. χαβούζ' [xaˈvuz] Ποτάμ., Τροχ. χαούζι [xaˈuzi] Φάρασ. Πληθ. χαβούζια [xaˈvuzʝa] Σεμέντρ. Θηλ. χαφούζα [xaˈfuza] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. χαβούζι (πβ. Βατάτζ. Περιηγ. 1.28.614 «ἐκ μαρμάρων ἐξαίρετων τεκτονικῶς κτισμένον, χαβούζι π’ ὀνομάζουσι τουρκιστὶ ὠνομασμένον»), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. havuz = α) λάκκος με νερό, β) λιμνούλα.
1. Πηγάδι Ποτάμ. : Ήρθαν, λούστην Τούρκοι σο χαβούζ' μέσα και κόπηκε, τραβήτηνε, στέγνωσε, ξέρωσε το νερό (Ήρθαν, πλύθηκαν Τούρκοι μέσα στο πηγάδι (του Αγ. Γεωργίου), και κόπηκε, τραβήχτηκε, στέγνωσε, ξεράθηκε το νερό) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουγιού, πλεφρό
2. Πέτρινη ποτίστρα ζώων Σεμέντρ. Συνών. γιαλάκι, λακκί
3. Δεξαμενή, στέρνα Σινασσ., Τροχ., Φάρασ. Συνών. γούρνα, μουσλούκι
4. Η λ. ως τοπων. Φάρασ. : To Χαβούζι έχει πουά χωράφε, ντοπία (Το Χαβούζι έχει πολλά χωράφια, αγρούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. πλεφρό