χαβούζι
(ουσ. ουδ.)
χαβούζι
[haˈvuzi]
Φάρασ.
χαβούζ'
[xaˈvuz]
Ποτάμ., Τροχ.
χαούζι
[xaˈuzi]
Φάρασ.
Πληθ.
χαβούζια
[xaˈvuzʝa]
Σεμέντρ.
Θηλ.
χαφούζα
[xaˈfuza]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. χαβούζι (πβ. Βατάτζ. Περιηγ. 1.28.614 «ἐκ μαρμάρων ἐξαίρετων τεκτονικῶς κτισμένον, χαβούζι π’ ὀνομάζουσι τουρκιστὶ ὠνομασμένον»), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. havuz = α) λάκκος με νερό, β) λιμνούλα.
4. Η λ. ως τοπων.
Φάρασ.
:
To Χαβούζι έχει πουά χωράφε, ντοπία
(Το Χαβούζι έχει πολλά χωράφια, αγρούς)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πβ.
πλεφρό