μουσλούκι
(ουσ. ουδ.)
μουσλούκ'
[musˈluk]
Μαλακ., Τζαλ., Τσαρικ.
μουσλούχ'
[musˈlux]
Σινασσ., Φλογ.
Πληθ.
μουσλούκια
[musˈluca]
Αξ.
μουσ̑λούχα
[muʃluxa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. μουσλούκι με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 82), το οπ. από το τουρκ. ουσ. musluk = α) βρύση, κάνουλα β) αποχωρητήριο. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
2. Φορητό μεταλλικό δοχείο νερού, εφοδιασμένο με κάνουλα
Μαλακ., Σινασσ.
3. Πέτρινη γούρνα έξω από το σπίτι, όπου έπιναν νερό τα ζώα ή οι επισκέπτες
Μισθ., Τσαρικ.
Συνών.
λακκί, χαβούζι :2
4. Δεξαμενή
Μισθ.
:
Είχαμ' να μέα μουσλούχα, γιόμουσαμ' ντου λερό
(Είχαμε μιά μεγάλη δεξαμενή, την γεμίσαμε νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γούρνα, χαβούζι :3, Πβ.
σιραχανάς :2