μουσαντές
(ουσ. αρσ.)
μουσαdέ
[musaˈde]
Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
μουσατές
[musaˈtes]
Σατ., Φάρασ.
μουσατα̈́ς
[musaˈtæs]
Αφσάρ.
μουσετέ
[museˈte]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. müsaade (< αραβ. musā'ada) = α) άδεια β) δικαίωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. müsede.
Προθεσμία, διορία
ό.π.τ.
:
Παρακαλεί τ' βασιλιού το παιγί να το ντώκ' ντέκα τακικάγια μουσαdέ
(Παρακαλεί το γιό του βασιλιά να του δώσει δέκα λεπτά προθεσμία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντώσ' με και σεράνdα ημέρες μουσαdέ
(Δώσε μου και σαράντα μέρες διορία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ρώσ' μου σαράντα μέρες μουσαdέ
(Δώσε μου σαράντα μέρες διορία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρία μέρες έν' μουσαdέ
(Τρείς μέρες είναι η διορία)
Ουλαγ.
-Dawk.
Να πάγω, λε, να με δώκεις εικσ̑τέσσερα σαγάτια μουσαντέ
(Θα πάω, λέει, να μου δώσεις 24 ώρες προθεσμία)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
βαντές :1, ιζίνι :2