ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουσαντές (ουσ. αρσ.) μουσαdέ [musaˈde] Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. μουσατές [musaˈtes] Σατ., Φάρασ. μουσατα̈́ς [musaˈtæs] Αφσάρ. μουσετέ [museˈte] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. müsaade (< αραβ. musā'ada) = α) άδεια β) δικαίωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. müsede.
Προθεσμία, διορία ό.π.τ. : Παρακαλεί τ' βασιλιού το παιγί να το ντώκ' ντέκα τακικάγια μουσαdέ (Παρακαλεί το γιό του βασιλιά να του δώσει δέκα λεπτά προθεσμία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντώσ' με και σεράνdα ημέρες μουσαdέ (Δώσε μου και σαράντα μέρες διορία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ρώσ' μου σαράντα μέρες μουσαdέ (Δώσε μου σαράντα μέρες διορία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τρία μέρες έν' μουσαdέ (Τρείς μέρες είναι η διορία) Ουλαγ. -Dawk. Να πάγω, λε, να με δώκεις εικσ̑τέσσερα σαγάτια μουσαντέ (Θα πάω, λέει, να μου δώσεις 24 ώρες προθεσμία) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. βαντές :1, ιζίνι :2