μουσάντρα
(ουσ. θηλ.)
μουσάνdι̂ρα
[muˈsandɯra]
Αξ., Μαλακ.
μουσάντρα
[muˈsandra]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
μισάντρα
[miˈsandra]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. musandıra/musandra, το οπ. από ν.ε. διαλεκτ. μεσάντρα, το οπ. από αμάρτ. *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον ‘ύψωμα, πρόχωμα’) (Ανδριώτης 1983: λ. μεσάντρα, Nişanyan 2002-2022: λ. musandıra), αν και ο Παπαδόπουλος (1950: 137-138) αμφισβητεί εντόνως την ελλ. προέλευση της λ.
2. Τα μεταξύ του ορόφου και της στέγης κενά διαστήματα
Γούρδ.
3. Κιγκλίδωμα σκάλας
Μαλακ., Σινασσ.
4. Πλάτη καναπέ όπου ακουμπούν τα μαξιλάρια
Σινασσ.
5. Ξύλινο χώρισμα δωματίου
Σινασσ.