ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουσκά (ουσ. ουδ.) μουσκά [muˈska] Αραβ., Μισθ. μουσχάς [muʹsxas] Φάρασ. μισχάς [miˈsxas] Αφσάρ. μισχά [miʹsxa] Σινασσ. Πληθ. μουσκάδες [muˈskaðes] Μισθ. μουσχάδε [muˈsxaðe] Φάρασ. μισχάδια [miˈsxaðʝa] Σινασσ. μϋσχάδια [myˈsxaðʝa] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. muska (< αραβ. nusḫa), όπου και διαλεκτ. τύπ. miska = φυλαχτό (Αναστασιάδης 1980: 67).
Φυλαχτό ό.π.τ. : T' Aγι-Χαραλαμπιού μοίραζαμ' μϋσχάδια (Του Αγ. Χαραλάμπους μοιράζαμε φυλαχτά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Παίρ'κιν ατό το τσ̑έρατο σο σπίτι, είχαν dα τεμέκ ανdί μισχάς για ιχπάλι τσ̑αι καό περεκέτι (Έπαιρνε αυτό το κερατο στο σπίτι, το είχε σαν φυλαχτό για τύχη και καλή σοδειά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. τιλισίμι :3, φυλαχτήρι, Πβ. ταρταγάνι, χαϊμαλί :1