μούρτο
(ουσ. ουδ.)
μούρτο
[ˈmurto]
Φάρασ.
Aπό το αρχ. ουσ. μύρτος, μέσω του τουρκ. ουσ. murt = ο καρπός της μυρτιάς (< περσ. mūrd).
Mυρτιά