ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουντός (επίθ.) μουντός [munˈdos] Φάρασ. Από το νεότ. επίθ. μουντός, το οπ. από το μεσν. επίθ. μοῦντος = σκούρος, αναλογ. προς τα συνών. και αντίθετα επίθ. σκοτεινός, φωτεινός, λαμπερός.
Άσχημος : Μουντό ναίκα (Άσχημη γυναίκα) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Δώτσετέ με 'ς έ' μουντό
Χερ σάμbου θωρώ τσ' αν καό,
τα ντάρτε μου είν' 'κατό
(Με δώσατε σ' έναν άσχημο,
όταν βλέπω κάποιον και είναι όμορφος,
τα ντέρτια μου είναι εκατό)
Φάρασ. -Λαμπρ.