μουντός
(επίθ.)
μουνdός
[munˈdos]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. μουντός, το οπ. από το μεσν. επίθ. μοῦντος = σκούρος, αναλογ. προς τα συνών. και αντίθετα επίθ. σκοτεινός, φωτεινός, λαμπερός.
Άσχημος
:
Μουνdό ναίκα
(Άσχημη γυναίκα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Δώτσετέ με 'ς ε μουνdό
Χερ σάμbου θωρώ τσ' αν καό,
Τα ντάρτε μου είν' 'κατό (Με δώσατε σ' έναν άσχημο
Όταν βλέπω κάποιον και είναι όμορφος
Τα ντέρτια μου είναι εκατό) Φάρασ. -Λαμπρ.
Χερ σάμbου θωρώ τσ' αν καό,
Τα ντάρτε μου είν' 'κατό (Με δώσατε σ' έναν άσχημο
Όταν βλέπω κάποιον και είναι όμορφος
Τα ντέρτια μου είναι εκατό) Φάρασ. -Λαμπρ.