μουλούτι
(ουσ. ουδ.)
μουλούτι
[muˈluti]
Ανακ.
μουλίτσα
[muˈlitsa]
Αραβαν., Μισθ.
μολίτσα
[moˈlitsa]
Γούρδ.
μουλούτσα
[muˈlutsa]
Μαλακ., Φλογ.
μολίτ͑ρα
[moˈlitʰra]
Αξ.
μουλίτρα
[muʹlitra]
Τροχ.
μουλίστιρα
[muˈlistira]
Αραβ.
μουλούστιρα
[muˈlustira]
Αραβ.
Πληθ.
μουλούτσις
[muˈlutsis]
Μαλακ.
μουλίτιρις
[muˈlitiris]
Τροχ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. melötre = είδος άγριου γλυκάνισου με έντονο άρωμα και meletüre = φυτό που θυμίζει άνηθο· κατά τον Tζιτζιλή (Tzitzilis 1987α: 86) η τουρκ. λ. δάν. από το αρχ. μάραθον , μεταγν. μάραθρον. Δεν αποκλείεται όμως και η παλαιότερη άποψη (Καράμποδος 1948: 27) ότι συνδέεται με το αρχ. μῶλυ, δεδομένων μαρτυριών όπως Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 3.46.1.2 «καλοῦσί τινες πήγανον ἄγριον καὶ τὸ ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ ἐν τῇ κατ’ Ἀσίαν Γαλατίᾳ λεγόμενον μῶλυ».Oι τύπ. σε -τσα με το επίθμ. δηλωτικό φυτών -ίτσα, και οι τύπ. σε -τρα, -τιρα με το επίθμ. δηλωτικό φυτών -ίστρα.
Είδος αρωματικού φυτού, δεντρολίβανο ή απήγανο
ό.π.τ.
:
Ήταν ένα χόρτο εκεί, μουλούστiρα το λέϊσκαμ'· βράϊσκαμ’ το, πίνισκε το άρρωστο ένα ποτήρι
(Ήταν ένα χόρτο εκεί, το λέγαμε μουλούστιρα· το βράζαμε, έπινε ο άρρωστος ένας ποτήρι)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Έκοφταμ’ απ’ τα χωράφια μούλιτρα και κρέμαζαμ’ τ’ τη μέρα σα θύρες απάνω· ξεραίνονταν
(Κόβαμε από τα χωράφια απήγανο και το κρεμάγαμε την μέρα πάνω από τις πόρτες· ξεραινόταν)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Σηκούταμεστε πρωί-πρωί και είχαμε στο χωριό ένα χόρτο, το λέισκαν μουλούτσα· εκείνα τα μεγάλα τα μάνες μας παίρνισκαν από ένα κλαδί μικρό και το βάνισκαν 'ς τη μέση μας
(Σηκωνόμασταν πρωί πρωί και είχαμε στο χωριό ένα χόρτο, που το έλεγαν μουλούτσα· εκείνες οι γιαγάδες μας έπαιρναν από ένα κλαδί μικρό και το έβαζαν στην μέση μας)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
Βουτείνισκαμ’ και το μέτι τ’ σο ζεστό νερο ασ' σο μουλίστιρα και φορώνισκαμ’ το ζεστά ζεστά
(Βουτούσαμε και το πουκάμισό του στο ζεστό νερό από απήγανο και του το φορούσαμε ζεστό ζεστό· γιατροσόφι)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.