ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μούλκι (ουσ. ουδ.) μούλκι [ˈmulci] Σινασσ., Φάρασ. μΰλκ' [mylk] Αξ. Aπό το μεσν. ουσ. μούλκι < τουρκ. (< αραβ.) mülk = α) ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία β) επικράτεια γ) (θρησκ.) πλάση.
Ιδιοκτησία, κτήμα. ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 14/03/2025