μούλκι
(ουσ. ουδ.)
μούλκι
[ˈmulci]
Σινασσ., Φάρασ.
μΰλκ'
[mylk]
Αξ.
Aπό το μεσν. ουσ. μούλκι < τουρκ. (< αραβ.) mülk = α) ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία β) επικράτεια γ) (θρησκ.) πλάση.
Ιδιοκτησία, κτήμα.
ό.π.τ.