μουλάρι
(ουσ. ουδ.)
μουλάρ'
[muˈlar]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. μουλάρι, υποκορ. του μεταγν. ουσ. μούλα.
1. Μουλάρι
ό.π.τ.
:
Το μουλάρ’ δε γεννά
(Το μουλάρι δεν γεννά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πρόιμους πήι σ΄Αραπλού σου μουλάρ' κατόψα
(Ο Πρόδρομος πήγε στο Αραπλί ακολουθώντας το μουλάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μουλαριού γινάτ' έεις
(Μουλαριού πείσμα έχεις˙ για πεισματάρη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βορδώνι