ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουσούρι (ουσ. ουδ.) κουσούρι [kuˈsuri] Φάρασ. qουσούρ' [quˈsur] Μαλακ. γκουσούρι [guˈsuri] Ουλαγ. γουσούρι [ɣuˈsuri] Φάρασ. γουσούρ' [ɣuˈsur] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. Θηλ. γι̂σι̂́ρισσα [ɣɯˈsɯrisa] Σίλ. Νεότ. ουσ. κουσούρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kusur = ελάττωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gusur.
1. Ελάττωμα ό.π.τ. : Άλλη μία 'ς χώρας το γουσούρι μη τα ζαναχεύετε (Άλλη φορά του άλλου το ελάττωμα μην το κοροϊδεύετε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Εξίκια, γουσούρια έχουμ' τίποτες; (Έχουμε τίποτα ελλείψεις, ελαττώματα;) Σινασσ. -Τακαδόπ. 'παπού έχ' γουσούρ', παπού ντεν έχ', ούλα να δα χέκ' σου σ̑ουρά ιτό (Σε ποιο σημείο έχει σφάλμα/πρόβλημα, σε ποιο σημείο δεν έχει, όλα (θα τα βρει και) θα τα βάλει στην σωστή σειρά αυτός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το ’μό δου γουσούρ’ ογώ ξέρου δου, λε, τι 'ο μποίκου, λε (Το δικό μου το ελάττωμα το ξέρω, λέει, τι να το κάνω, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Γυναίκα στείρα, που δεν μπορεί να κάνει παιδί Αραβαν., Σίλ.