κουσούρι
(ουσ. ουδ.)
κουσούρι
[kuˈsuri]
Φάρασ.
qουσούρ'
[quˈsur]
Μαλακ.
γκουσούρι
[guˈsuri]
Ουλαγ.
γουσούρι
[ɣuˈsuri]
Φάρασ.
γουσούρ'
[ɣuˈsur]
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ.
Θηλ.
γι̂σι̂́ρισσα
[ɣɯˈsɯrisa]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. κουσούρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kusur = ελάττωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gusur.
1. Ελάττωμα
ό.π.τ.
:
Άλλη μία 'ς χώρας το γουσούρι μη τα ζαναχεύετε
(Άλλη φορά του άλλου το ελάττωμα μην το κοροϊδεύετε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Εξίκια, γουσούρια έχουμ' τίποτες;
(Έχουμε τίποτα ελλείψεις, ελαττώματα;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
'παπού έχ' γουσούρ', παπού ντεν έχ', ούλα να δα χέκ' σου σ̑ουρά ιτό
(Σε ποιο σημείο έχει σφάλμα/πρόβλημα, σε ποιο σημείο δεν έχει, όλα (θα τα βρει και) θα τα βάλει στην σωστή σειρά αυτός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το ’μό δου γουσούρ’ ογώ ξέρου δου, λε, τι 'ο μποίκου, λε
(Το δικό μου το ελάττωμα το ξέρω, λέει, τι να το κάνω, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Γυναίκα στείρα, που δεν μπορεί να κάνει παιδί
Αραβαν., Σίλ.