κουσανές
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
κουσ̑ανέδες
[kuʃaˈneðes]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuşane = είδος κατσαρόλας (Tietze 2016, kuşhane/kuşane).
Μεγάλο καζάνι