κουρτιά
(ουσ. θηλ.)
κουρτιά
[kurˈtça]
Αξ.
κουρτσ̑ά
[kurˈtʃa]
Αφσάρ., Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. κουρτώ = καταπίνω και το παραγωγ. επίθμ. -σία > -σιά.
1. Γουλιά
Αξ., Μισθ.
:
Κούρτα 'να κουρτσ̑ά γαϊφά
(Πιες μιά γουλιά καφέ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα κουρτιά γαϊφέ
(Μιά γουλιά καφέ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
κουρτηματιά, κουρτημιά
2. Λόξυγγας
Αφσάρ.