κουρτσιά
(ουσ. θηλ.)
κουρτσ̑ά
[kurˈtʃa]
Αφσάρ., Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. κουρτώ = καταπίνω και το παραγωγ. επίθμ. -σία > -σιά.
1. Γουλιά
:
Κούρτα να κουρτσ̑ά γαϊφά
(Πιες μιά γουλιά καφέ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
κουρτηματιά, Συνών.
κουρτημιά
2. Λόξυγγας
Αφσάρ.