ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουσαγκού (ουσ. ουδ.) κουσ̑αγκού [kuʃaŋˈgu] Μισθ. κ͑οσαγκού [kʰosaˈgu] Μισθ. κϋσαgού [kysaˈgu] Μισθ. γοσ̑αγού [ɣοʃaˈɣu] Μισθ. κο̈σενgί [cøseŋˈʒi] Ουλαγ. γκιοσαγκού [ɉosaʹgu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köseği και köseğü = α) μασιά, β) μισοκαμένο ξύλο που χρησιμοποιούταν για το ανακάτεμα της φωτιάς (TSS, λ. köseği (köseğü)).
1. Μασιά Μισθ. : Ογώ να ήdουμι παλλ’κάρ’, κεϊφενίτσα μι ντου κ͑οσαgού ντε μι κρούισ̑κιν (Εγώ αν ήμουν παλληκάρι, η μαγείρισσα δεν θα με χτυπούσε με την μασιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σηκούμι, παίρου ντουντουριού ντου γκιοσαγκού, λέ, τυρπώ ντου τσ̑ουφάλι σ' (Σηκώνομαι, παίρνω τη μασιά του ταντουριού, λέει, και σου τρυπάω το κεφάλι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γκελμπερί, ερσίνι :1, μασιά, χαρτσικάτ
2. Δαυλί Ουλαγ. : Ντίκ'σαν ένα κöσενgί gι ως σαbαχτάν έβγαν σταφύα, μήλα γκαι απ-πία (Φύτεψαν ένα δαυλί, και ως το πρωί βγήκαν σταφύλια, μήλα και αχλάδια) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αφτίδα, δαυλί