κουσαγκού
(ουσ. ουδ.)
κουσ̑αγκού
[kuʃaŋˈgu]
Μισθ.
κϋσαgού
[kysaˈgu]
Μισθ.
κ͑οσαγκού
[kʰosaˈgu]
Μισθ.
γοσ̑αγού
[ɣοʃaˈɣu]
Μισθ.
κο̈σενgί
[cøseŋˈʒi]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köseği και köseğü = α) μασιά, β) μισοκαμμένο ξύλο που χρησιμοποιούταν για το ανακάτεμα της φωτιάς (TSS, λ. köseği (köseğü)).
2. Δαυλί
Ουλαγ.
:
Ντίκ'σαν ένα κöσενgί gι ως σαbαχτάν έβγαν σταφύα, μήλα γκαι απ-πία
(Φύτεψαν ένα δαυλί, και ως το πρωί βγήκαν σταφύλια, μήλα και αχλάδια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
αφτίδα, δαυλί