γκελμπερί
(ουσ. ουδ.)
γκελμπερί
[ɟelbe’ri]
Αξ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. gelberi = α) μασιά β) δικράνι, τσουγκράνα ή τσάπα γ) είδος κλαδευτηριού.