ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελμπερί (ουσ. ουδ.) γκελμπερί [ɟelbe’ri] Αξ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. gelberi = α) μασιά β) δικράνι, τσουγκράνα ή τσάπα γ) είδος κλαδευτηριού.
Εργαλείο με μακρυά ξύλινη λαβή για το καθάρισμα ή ανάδεμα του φούρνου, μασιά ό.π.τ. : Σερεύω νισκιά ιμbρό με γκελμπερί (Μαζεύω φωτιά μπροστά με μασιά) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. ερσίνι :1, κουσαγκού, μασιά, χαρτσικάτ