ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκέμι (ουσ. θηλ.) γκέμ' [ɟem] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. γκα̈́μι [ˈgæmi] Αφσάρ. γκιάμ' [ɟam] Μισθ. κέμι [ˈcemi] Σινασσ., Φάρασ. κέμ' [cem] Σινασσ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. (< αραβ.) ουσ. gem = χαλινός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kem και gäm, από το αρχ. ελλ. κημός (Tzitzilis 1987α: 62).
Γκέμι, χαλινάρι ό.π.τ. : Σούχτου αλογουιού ντα γκιάμια (Κράτησε σφιχτά του αλόγου τα χαλινάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Λίγο εκεί τεέτσης ήτουν το άλογο τ', άμ-μα τσι άλογο, τα vαλτσάριa τ' ασ' το ασ̑ήμ', τα γκέμια τ' ασ' το αλτι̂́ν και το εγέρι τ' ασ' το γατιφέ (Λίγο πιο 'κεί ήταν το άλογό του, αλλά τι άλογο, τα πέταλά του από ασήμι, τα γκέμια του από χρυσάφι και η σέλα του από βελούδο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιλάρι :1, ντιζγκίν