γκεμιλμίς
(επίθ.)
γκο̈μϋλμΰς̑
[ɟømylˈmyʃ]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. gömülmüş = θαμμένος, μτχ. του τουρκ. ρ. gömülmek = θάβομαι.
Θαμμένος
:
Έδειξεν σο παιδί τσ̑η μάνα τ' σο μεϊντέν' γερί ασ' σα μέσα γκο̈μϋλμΰς̑
(Έδειξε στο παιδί την μητέρα του στην πλατεία θαμμένη από την μέση και κἀτω)
Τελμ.
-Dawk.
Πβ.
γκομντώ