ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεμιλμίς (επίθ.) γκο̈μϋλμΰς̑ [ɟømylˈmyʃ] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. gömülmüş = θαμμένος, μτχ. του τουρκ. ρ. gömülmek = θάβομαι.
Θαμμένος : Έδειξεν σο παιδί τσ̑η μάνα τ' σο μεϊντέν' γερί ασ' σα μέσα γκο̈μϋλμΰς̑ (Έδειξε στο παιδί την μητέρα του στην πλατεία θαμμένη από την μέση και κἀτω) Τελμ. -Dawk. Πβ. γκομντώ