ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκερεβίτι (ουσ. ουδ.) Πληθ. γκερεβίτια [ɟereˈvitça] Τσελτ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. kerevit = καραβίδα (< παλ. τουρκ. kerevüd και kerevid), το οπ. από το ελλ. καραβίδα.
Καραβίδα : Να πάμ’ στο Τσο̈λ να πιάσουμ’ γκερεβίτια (Να πάμε στο βάλτο του Τσελ να πιάσουμε καραβίδες) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ34 Συνών. καραβίνα