γκερεβίτι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γκερεβίτια
[ɟereˈvitça]
Τσελτ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. kerevit = καραβίδα (< παλ. τουρκ. kerevüd και kerevid), το οπ. από το ελλ. καραβίδα.
Καραβίδα
:
Να πάμ’ στο Τσο̈λ να πιάσουμ’ γκερεβίτια
(Να πάμε στο βάλτο του Τσελ να πιάσουμε καραβίδες)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ34
Συνών.
καραβίνα