γκετζικτώ
(ρ.)
κετσ̑ικτίεου
[cetʃiˈktieu]
Φάρασ.
γκετζικτώ
[ɟedziˈkto]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. gecikmek (αόρ. gecikti) = αργοπορώ.
Αργοπορώ, αργώ
ό.π.τ.
:
Αλεφρός μου γκετζίκτσ̑ισι να ’ρτει το βραντύ
(Ο αδελφός μου άργησε να έρθει το βράδυ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
αργώ :2, χρονίζω :2