ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουβραΐζω (ρ.) γουβραΐζου [ɣuvraˈizu ] Μισθ. γι̂βραΐζω [ɣɯvraˈizo] Τσαρικ. Από το τουρκ. ρ. kıvramak (αόρ. kıvradı) = α) σγουραίνω β) περπατώ γρήγορα (THADS, λ. kıvramak I, III). Πβ. κιβράκι
Επείγομαι, βιάζομαι ό.π.τ. : Γουβραΐζου να πάου (Βιάζομαι να πάω) Μισθ. -Κοτσαν. Ογώ, ογώ γουβραΐζου να φύγου να πάου σου σπίτ’ (Εγώ, εγώ βιάζομαι να φύγω να πάω στο σπίτι μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τι γουβραΐζεις να πας να φας; (Τι βιάζεσαι να πας να φας;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ό,τι γουβραΐσ', πέφτ' σου ντιαριά (Όποιος βιάζεται, πέφτει στην ρεματιά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. οβετλεντίζω, σπουδάζω