γουβραΐζω
(ρ.)
γουβραΐζου
[ɣuvraˈizu ]
Μισθ.
γι̂βραΐζω
[ɣɯvraˈizo]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ρ. kıvramak (αόρ. kıvradı) = α) σγουραίνω β) περπατώ γρήγορα (THADS, λ. kıvramak I, III).
Πβ.
κιβράκι
Επείγομαι, βιάζομαι
ό.π.τ.
:
Γουβραΐζου να πάου
(Βιάζομαι να πάω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ογώ, ογώ γουβραΐζου να φύγου να πάου σου σπίτ’
(Εγώ, εγώ βιάζομαι να φύγω να πάω στο σπίτι μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τι γουβραΐζεις να πας να φας;
(Τι βιάζεσαι να πας να φας;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ό,τι γουβραΐσ', πέφτ' σου ντιαριά
(Όποιος βιάζεται, πέφτει στην ρεματιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
οβετλεντίζω, σπουδάζω