ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουβάνα (ουσ. θηλ.) γουβάνα [ɣuˈvana] Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ. γκουβάνα [guˈvana] Μισθ. Από το ουσ. γουβάνι και το μεγεθ. επίθμ. .
Μεγάλο δοχείο φτιαγμένο από κοπριά για την φύλαξη τροφίμων αλλά κυρίως για την συντήρηση των αβγών ό.π.τ. : || Φρ. Α ντε με ντωκεις ένα οβγό, να χέσω γκουβάνα (Αν δεν μου δώσεις ένα αβγό θα χέσω την αβγοθήκη˙ περιπαικτική προσθήκη στα κάλαντα των Φώτων) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. πετέκι :2