γουβάνα
(ουσ. θηλ.)
γουβάνα
[ɣuˈvana]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ.
γκουβάνα
[guˈvana]
Μισθ.
Από το ουσ. γουβάνι και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Μεγάλο δοχείο φτιαγμένο από κοπριά για την φύλαξη τροφίμων αλλά κυρίως για την συντήρηση των αβγών
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Α ντε με ντωκεις ένα οβγό, να χέσω γκουβάνα
(Αν δεν μου δώσεις ένα αβγό θα χέσω την αβγοθήκη˙ περιπαικτική προσθήκη στα κάλαντα των Φώτων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
πετέκι :2