γοπαρντίζω
(ρ.)
qοπαρτίζω
[qoparˈtizo]
Μαλακ.
γοπ͑αρντίζω
[ɣopʰarˈdizo ]
Φάρασ.
γοπαρντίζου
[ɣoparˈdizu]
Μισθ.
γοπαρτίζω
[ɣoparˈtizο]
Σινασσ.
κοπαρτώ
[koparˈto]
Σίλ.
γοπαρντώ
[ɣoparˈdο]
Σινασσ.
γκοπαρντού
[goparˈdu]
Ουλαγ.
γκοπαρού
[gopaˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
qoπάρσα
[qoˈparsa]
Μαλακ.
γοπάρσα
[ɣoˈparsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. koparmak (αόρ. kopardı) = κόβω, αποσπώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. goparmak.
1. Μτβ., κόβω, αποσπώ
ό.π.τ.
:
Σέλου ένα τσ̑αμπί σταφύλι· σε τα κοπαρτζ̑έσ̑εις οπ’ τσ̑ην κουρουμιά να τα φέρεις ’ρώ
(Θέλω ένα τσαμπί σταφύλι· θα το κόψεις από την κληματαριά να το φέρεις εδώ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
κόφτω :1
2. Ξερριζώνω
Μαλακ., Μισθ.
:
|| Φρ.
Γοπάρσις καργιά μ'
(Μου ξερρίζωσες την καρδιά˙ με κατατρόμαξες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
μαδώ, σοκτώ :2, τραβώ :2
3. Αρπάζω κάτι
Σινασσ.
:
Ας πάγω να πιάσω τα 'τία του συμπεθέρας· πέλκι γοπαρτώ τίποτε
(Ας πάω να πιάσω τ' αφτιά της συμπεθέρας, δηλ. να της μιλήσω· ίσως αρπάξω κάτι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
βουτώ :2, γαβραντώ :1, καπουστίζω, καπτώ :1, σερματίζω
4. Αμτβ., ξεκολλάω
Μισθ.
:
Γοπάρσαν ντα γούντουρ'-ι-μ’
(Ξεκόλλησαν τα παπούτσια μου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γοπτίζω