ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοπαρντίζω (ρ.) qοπαρτίζω [qoparˈtizo] Μαλακ. γοπ͑αρντίζω [ɣopʰarˈdizo ] Φάρασ. γοπαρντίζου [ɣoparˈdizu] Μισθ. γοπαρτίζω [ɣoparˈtizο] Σινασσ. κοπαρτώ [koparˈto] Σίλ. γοπαρντώ [ɣoparˈdο] Σινασσ. γκοπαρντού [goparˈdu] Ουλαγ. γκοπαρού [gopaˈru] Ουλαγ. Αόρ. qoπάρσα [qoˈparsa] Μαλακ. γοπάρσα [ɣoˈparsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. koparmak (αόρ. kopardı) = κόβω, αποσπώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. goparmak.
1. Μτβ., κόβω, αποσπώ ό.π.τ. : Σέλου ένα τσ̑αμπί σταφύλι· σε τα κοπαρτζ̑έσ̑εις οπ’ τσ̑ην κουρουμιά να τα φέρεις ’ρώ (Θέλω ένα τσαμπί σταφύλι· θα το κόψεις από την κληματαριά να το φέρεις εδώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. κόφτω :1
2. Ξερριζώνω Μαλακ., Μισθ. : || Φρ. Γοπάρσις καργιά μ' (Μου ξερρίζωσες την καρδιά˙ με κατατρόμαξες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μαδώ, σοκτώ :2, τραβώ :2
3. Αρπάζω κάτι Σινασσ. : Ας πάγω να πιάσω τα 'τία του συμπεθέρας· πέλκι γοπαρτώ τίποτε (Ας πάω να πιάσω τ' αφτιά της συμπεθέρας, δηλ. να της μιλήσω· ίσως αρπάξω κάτι) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. βουτώ :2, γαβραντώ :1, καπουστίζω, καπτώ :1, σερματίζω
4. Αμτβ., ξεκολλάω Μισθ. : Γοπάρσαν ντα γούντουρ'-ι-μ’ (Ξεκόλλησαν τα παπούτσια μου ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γοπτίζω