ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολλώ (ρ.) κολλώ [koˈlo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. κολλού [koˈlu] Ουλαγ. κοώ [koˈo] Φάρασ. κολλάω [koˈlao] Φάρασ. κοάω [koˈao] Φάρασ. κουγώ [kuˈɣo] Φάρασ. κολλούω [koˈluo] Γούρδ. Παρατατ. κόλλανα [ˈkolana] Αξ., Μισθ., Τροχ. κόλλεινα [ˈkolina] Τελμ. κολλάνκα [koˈlaŋka] Φάρασ. Αόρ. κόλλησα [ˈkolisa] Σινασσ. κόλλτσα [ˈkoltsa] Μισθ. Μτχ. κολλ’μένου [kolˈmenu] Σίλ. Αρχ. ρ. κολλῶ. Κατά τον Dawkins (1916: 611), η σημ. ‘ψήνω’ εκ του ότι τα ψωμιά κολλιούνται στα πλαϊνά τοιχώματα του ταντουριού. Πβ. κωλώ
1. Κολλώ Ανακ., Μισθ., Φάρασ. : Βάνκανε ένα ξύλο πάνου σο δέντρο πλατύ, κολάνκανε μαστίχα σειρές σειρές και τα πουλιά κολάνκανε πολλά εκεί, και μετά τα πιάνκανε (Έβαζαν ένα πλατύ ξύλο πάνω στο δέντρο, κολλούσαν μαστίχα σειρές-σειρές και τα πουλιά κολλούσαν πολλά εκεί, και μετά τα πιάνανε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Παίρκαμε ένα φκατζόκο και το παένκαμε σην εικόνα του άγιου· άμα κολλάνκε το φκατζόκο σην εικόνα με το τρίτη φορά, θα γινότανε κάτι που θέλκαμε (Παίρναμε ένα πλατύ πετραδάκι και το πηγαίναμε στην εικόνα του αγίου· αν κολλούσε το πετραδάκι στην εικόνα με την τρίτη φορά, θα γινόταν κάτι που θέλαμε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τα κόπρια τσι κόλλαναν έτσι σα ντουβάρια (Την κοπριά την κόλλαγαν έτσι στους τοίχους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα Σ̑ινασ̑ίτ' κόλλαναν (Οι Σινασίτες κόλλαγαν, δηλ. δεν έφευγαν) Ανακ. -Κωστ.Α. Έβαζαν απού άλουγου ντου ουρά τ' τρίχα για να κολλήσ' καλά εκείνου δου τσαμούρ' (Έβαζαν τρίχες από ουρά αλόγου για να κολλήσει καλά εκείνη η λάσπη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόλλτσα δα μι Logo 'νταρά (Τα κόλλησα με κόλλα Logo τώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Είσ' ανdί 'αγού το κάκι, νε μυράς, νε κοάς (Είσαι σαν του λαγού το σκατουλάκι, ούτε μυρίζεις ούτε κολλάς˙ για ασήμαντους ανθρώπους που δεν κάνουν ούτε για φίλοι ούτε για εχθροί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαπιστίζω :1, γιαπιστιρντίζω :1
β. H μτχ. κολλ’μένου, κολλητός Σίλ. : 'ρώ του σπίτσ̑ι κι είσ̑ι ένα ντουλάbι· οπ' qουγιουμτζ̑ή εναίκας οdά κολλημένου 'του (Αυτό το σπίτι είχε ένα ντουλάπι· ήταν κολλημένο (δίπλα) στο δωμάτιο της γυναίκας του χρυσοχόου ) Σίλ. -Dawk.
2. Φουρνίζω Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. : Τυπώνω ψωμιά και θα κολλήσω (Πλάθω ψωμιά και θα φουρνίσω) Σινασσ. -Αρχέλ. Κολλού σεπέα (Φουρνίζω ψωμιά) Ουλαγ. -Κεσ. Σ̑ήμερ' ζουμώνου, σε κολλήσου (Σήμερα ζυμώνω, θα φουρνίσω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκεί ναίκα κόλλεινεν ψωμιά (Εκείνη η γυναίκα έψηνε ψωμιά στο ταντούρι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντα μπιντιάϊα κόλλαναν σου τουντούρ' (Τα ψωμιά ψήνονταν στο φούρνο) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα μέρα πήγεν να κολλήσ̑' το ζ̑υμάρι τ' (Μιά μέρα πήγε να φουρνίσει το ζυμάρι της) Αξ. -Dawk. || Ασμ. Μάνα, ζύμου, μάνα, κόλλα· ψήσε μας παξιμάδια
Ο βασιλιάς μας όρισε να πάμ' αύριον ταξίδι
Mε δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαίτα τα κόλλησα
(Μάνα, ζύμωσε, μάνα, φούρνισε· ψήσε μας παξιμάδια
Ο βασιλιάς μας όρισε να παμε αύριο ταξίδι
Mε δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλάματα τα έψησα)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. φουρναρίζω