ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολοκύθι (ουσ. ουδ.) κοτσ̑ύθι [koˈtʃiθi] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κολοκύθιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. κολοκύνθη.
1. Κολοκύθα ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο πανdικός σο τρυπίν ντου τζ̑ο χωρεί, σερματίζει τσ̑αί σο βράδιν ντου αν γκοτσ̑ύθι (Ο ποντικός δεν χωράει στην τρύπα του, σέρνει και στην ουρά του μιά κολοκύθα˙ για όσους καταπιάνονται με έργα πάνω από τις δυνάμεις του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γισκαλάκι, καμπάκι, χαραμπάς
2. Παγούρι από κολοκύθα Κίσκ. Συνών. καμπάκι, χαραμπάς