κολοκύθι
(ουσ. ουδ.)
κοτσ̑ύθι
[koˈtʃiθi]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κολοκύθιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. κολοκύνθη.
1. Κολοκύθα
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο πανdικός σο τρυπίν ντου τζ̑ο χωρεί, σερματίζει τσ̑αί σο βράδιν ντου αν γκοτσ̑ύθι
(Ο ποντικός δεν χωράει στην τρύπα του, σέρνει και στην ουρά του μιά κολοκύθα˙ για όσους καταπιάνονται με έργα πάνω από τις δυνάμεις του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γισκαλάκι, καμπάκι, χαραμπάς