κόμμα
(ουσ. ουδ.)
κόμμα
[ˈkoma]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
qόμμα
[ˈqoma]
Μαλακ., Φλογ.
Γεν.
κομμάτ'
[koˈmat]
Μισθ.
Πληθ.
κόμματα
[ˈkomata]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
κόμμαδα
[ˈkomaða]
Μισθ.
Aρχ. ουσ. κόμμα.
1. Κομμάτι
Ανακ., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ.
:
'α 'ινείς 'κατό κόμματα
(Θα γίνεις εκατό κομμάτια)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Έκοψεν 'σ' το ιμάτιν του αν κόμμα τζ̑αι δώdζ̑εν τα σον αβτζ̑ή
(Έκοψε ένα κομμάτι από το πουκάμισό του και το έδωσε στον κυνηγό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Kι Άγι Γεώργης σαν τ' άκουσε, πολύ τα βαρειά εφάνη.
τους έκαμε κόμματα, παλούκια και παρτζάδια,
ημιτυφλοί, ημικουτζοί, ημιμονοποδάροι (Kαι ο Άι-Γιώργης σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνηκε.
Τους έκανε κομμάτια, σκλήθρες και κομματάκια,
μισότυφλοι, μισόκουτσοι, μισομονοπόδαροι) Σινασσ. -Lag. Kόμμα ψωμί κι αν έδωκες, παράδεισο θα λάβεις,
κόμμα παρά κι αν έδωκες, χρυσή λαμπάδα μπρός σου (Κομμάτι ψωμί κι αν έδωσες, παράδεισο θα λάβεις,
κομμάτι παράδες κι αν έδωκες, χρυσή λαμπάδα μπρός σου) Σινασσ. -Αρχέλ.
τους έκαμε κόμματα, παλούκια και παρτζάδια,
ημιτυφλοί, ημικουτζοί, ημιμονοποδάροι (Kαι ο Άι-Γιώργης σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνηκε.
Τους έκανε κομμάτια, σκλήθρες και κομματάκια,
μισότυφλοι, μισόκουτσοι, μισομονοπόδαροι) Σινασσ. -Lag. Kόμμα ψωμί κι αν έδωκες, παράδεισο θα λάβεις,
κόμμα παρά κι αν έδωκες, χρυσή λαμπάδα μπρός σου (Κομμάτι ψωμί κι αν έδωσες, παράδεισο θα λάβεις,
κομμάτι παράδες κι αν έδωκες, χρυσή λαμπάδα μπρός σου) Σινασσ. -Αρχέλ.
β.
Μπουκιά
Γούρδ.
γ.
Κατά πληθ., χρήματα
Φάρασ.
:
Τσ̑αι ατσ̑είνοι χάραν, τσ̑αι φτέgαν καdζέ 'άν'τα δώσου κόμματα
(Και εκείνοι χάρηκαν, και συμφώνησαν να δώσουν τα χρήματα = %i Λουκ.%i 22.5 καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύριον δοῦναι
)
Φάρασ.
-Lag.
Πήρεν το ιβάρι τζ̑αι τα κόμματα τζ̑' 'υρίστην ξοπίσου
(Πήρε το καπίστρι και τα χρήματα και γύρισε πίσω
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Μο τα κόμματα τζ̑ό ’νι, μο την αράδα
(Με τα χρήματα δεν πάει, πάει με την αράδα
˙
το έλεγαν όταν κάποιος πλούσιος μιλούσε πρώτος στο κοινοτικό συμβούλιο χωρίς να αφήσει να μιλήσουν πρώτα οι γεροντότεροι)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
2. Χωράφι
Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Το κόμμα 'ντάμα τό 'χουμ' λασμένο
(Το χωράφι μαζί το έχουμε οργώσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κομμάτ' ντου λάσιμου τσ̑όδουν ζόρ'
(Το όργωμα του χωραφιού ήταν δύσκολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα μέρα δυό βόιτα σα κόμματα μέσα βοσ̑κούταν
(Μια μέρα δυό βόδια έβοσκαν στα χωράφια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να σπείρομε τα κόμματα μας, τα χαρίμια μας
(Να σπείρουμε τα χωράφια μας, τα μποστάνια μας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
γιαζί :3, τοπίο, τόπος :3, χωράφι
3. Συνοδευόμενο από προσδιορισμό τόπου, το μέσα ή πίσω δωμάτιο του σπιτιού που χρησίμευε ως αποθήκη τροφίμων
Φάρασ.
:
Τ' απέσου το κόμμα
(Το μέσα δωμάτιο, ο μέσα χώρος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ς απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι
(Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Είχαμ' 'ς απέσου το κόμμα τα κοτσ̑ία μο τα ντάε, το 'λεύρι, το μπλεγούρι
(Είχαμε στο πίσω δωμάτιο (δηλ. στην αποθήκη) τα σιτάρια με τα σακκιά, το αλεύρι, το πληγούρι)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
Τ’ απέσου το κόμμα σάμ’ έν’ ’εμωσμένο, έχω πουά τόστοι, σάμ’ ’α νdα γριτσ̑ήσουν το έν’ μπεζό, κανείς τζ̑ο ρωτά με
(Όταν το κελλάρι μου είναι γεμάτο έχω πολλούς φίλους, όταν καταλάβουν πως είναι άδειο κανείς δεν ρωτάει για μένα˙ οι φίλοι πολλές φορές είναι ιδιοτελείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.