κομσούς
(ουσ. αρσ.)
qομσούς
[qomˈsus]
Μαλακ.
κομσ̑ούς
[komˈʃus]
Φερτάκ.
κ͑ομουσ̑ούς
[kʰomuˈʃus]
Αξ.
qομουσ̑ούς
[qomuˈʃus]
Μαλακ.
ομουσ̑ούς
[omuˈʃus]
Αξ.
κ͑ομουσ̑ός
[kʰomuˈʃos]
Μαλακ.
κ͑ονσ̑ούς
[kʰonˈʃus]
Φάρασ.
γκονσού
[gonˈsu]
Ουλαγ.
γονσ̑ού
[ɣonˈʃu]
Αραβαν.
γογξ̑ού
[ɣoŋˈkʃu]
Μισθ.
γονουσ̑ούζ
[ɣoŋuˈʃuz]
Αξ.
qονσ̑ούς
[qonˈʃus]
Φάρασ.
γοντσ̑ής
[ɣonˈtʃis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γονξής
[ɣonˈksis]
Σίλ.
Γεν.
γονσ̑ουριού
[ɣonʃuˈrʝu]
Αραβαν.
Πληθ.
qομτσ̑ήδες
[qom'tʃiðes]
Φάρασ.
γοντσ̑ήδοι
[ɣonˈtʃiði]
Τσουχούρ., Φάρασ.
qομσούδοι
[qomˈsuði]
Μαλακ.
qονσ̑ούδε
[qonʃuðe]
Φλογ.
κονξούδια
[konˈksuðʝa]
Φλογ.
γκομσούγια
[gomˈsuʝa]
Ουλαγ.
Θηλ.
γονξίνα
[ɣonˈksina]
Σίλ.
γοντσίσα
[ɣοnˈtsisa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γοντσ̑ίσα
[ɣonˈtʃisa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. komşu = γείτονας, όπου και διαλεκτ. τύπ. konşu και goñşu. Ο θηλ. τύπ. γονξίνα από το γονξής με παραγωγ. επίθμ. -ίνα. Το θηλ. γοντσ̑ίσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο γοντσ̑ής.
Γείτονας, διπλανός
ό.π.τ.
:
Ιτό το qομουσ̑ού τ' παίν', τρανά κι γιαπούϊσιν ένα λίρα
(Ο γείτονάς τους πηγαίνει, βλέπει ότι είχε κολλήσει μιά λίρα, ενν. στον πάτο της μεζούρας)
Μαλακ.
-Dawk.
Όνdενε το είπαν γονσ̑ούρε και τσ̑ορμπατζ̑ήρε «Ας το ντώκουμ' λίγο ζεχίρ'» ντεγί, χις̑ ντεν έν-νε γαΐλης
(Όταν της είπαν οι γείτονες κι οι προεστοί να του δώσουν λίγο φαρμάκι, καθόλου δεν δέχτηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γογξ̑ού μ' ντου παιί ντεν έχ' καλό νταρμπιά
(Το παιδί του γείτονα δεν έχει σωστή ανατροφή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γκομσούγια έρονdαι γκαι φυλάγνον ντο öλΰ
(Έρχονται γείτονες και φυλάγουν τον νεκρό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ύστερι α κάνουμι βαρμά γκελμέ, να ιλεdίσουσ̑ι, ούλου του σόι μαζεύγιτι, τα γαβουμια μαζεύγουντι, γονξίνες μας.
(Ύστερα θα δώσουμε τα δώρα, θα γλεντήσουμε, όλο το σόι μαζεύεται, οι συγγενείς μαζεύονται, οι γείτονές μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Α φορά στρίνξιν α γρα̈́ τις γοντσ̑ήδοι
(Μια φορά μιά γριά φώναξε τους γείτονες)
Φάρασ.
-Bağr.
Αρτούρσιν ντα τσιγούρια φαίνιδι - τι ξέρω - ντάατσ̑α γογξιούας
(Έκανε πολλές επισκέψεις φαίνεται - πού να ξέρω - εκεί πέρα στους γείτονες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είπιν ντα ο γοντσ̑ής του κι «Σα στάνου τον μεχά ένι αν ναίκα»
(Της είπε ένας γείτονας της ότι «Στην επάνω γειτονιά υπάρχει μιά γυναίκα»)
Τσουχούρ.
-VLACH
Κομσ̑ού μ' μη το π͑άρεις
(Τον γείτονά μου μην τον παντρευτείς)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Παροιμ.
Το καλό το γονσ̑ού ασ' το αdελφό σ' καλά ντράνα το
(Τον καλό τον γείτονα φρόντιζέ τον καλύτερα κι απ’ τον αδελφό σου˙ είναι πολύ σημαντικό να έχεις καλούς γείτονες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το καό ο γοντσ̑ής έν' 'σ' τον αδερφό σου τσ̑' άβ' καό
(Ο καλός ο γείτονας είναι πιο καλός κι απ' τον αδερφό σου˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σαμού θωρείς του γοντσ̑ή σου τα ‘ίδε ψωρι-έσανε, χαζ̑ιλ-λάτει τσ̑αι συ το χατράνι
(Όταν βλέπεις πως του γείτονά σου τα γίδια ψώριασαν, ετοίμαζε και συ το κατράμι˙ το κακό που συμβαίνει στον διπλανό σου, θα συμβεί γρήγορα και σε εσένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το κιοτού γονσ̑ού φερίσ̑κει σε σο χαdζ̑άτ'
(Ο κακός γείτονας θα σε φέρει σε ανάγκη˙ ο κακός γείτονας σου προκαλεί δυσκολίες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.